σάττω

σάττω
ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α
νεοελλ.
σελώνω, σαμαρώνω
μσν.
καταβυθίζω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ' ἢ κωρύκους», Φερεκρ.)
2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω
3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα στρώματα («τὸν καρπὸν... σάττειν εἰς ἀγγεῑα», Πολ.)
4. συμπιέζω, συνθλίβω («σάττει τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν», Ξεν.)
5. εφοδιάζω κάποιον ή κάτι με τα αναγκαία («σάξαντες ὕδατι [τὴν εἰσβολήν]», Ηρόδ.)
6. μτφ. πληρώ, χορταίνω, ικανοποιώ («σάττει καὶ πληροῑ τὴν ἐπιθυμίαν», Αριστοτ.)
7. παθ. σάττομαι και σάσσομαι
α) (για πλοίο) επανδρώνομαι («τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων», Ξεν.)
β) (για πολεμιστή) οπλίζομαι, αρματώνομαι («ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι», Θεόκρ.)
γ) είμαι κατάφορτος («πημάτων σεσαγμένος», Αισχύλ.)
δ) φορτώνομαι με μεγάλο βάρος («σὺν πορδακοῑσιν εἵμασιν σεγαγμένοι», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οικογένεια τεχνικών όρων άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σάττω εμφανίζει δύο θέματα με άηχο και ηχηρό ουρανικό σύμφωνο: σακ- (πρβλ. σάξις, σάκτωρ, σάκτας) και σαγ- (πρβλ. σαγή, σάγμα). Κατά μία άποψη, ο ενεστ. σάττω είναι αρχικός τ. και οι τ. σαγή και σάγμα, αναλογικοί (πρβλ. πράσσω: πρᾶγμα), ενώ, κατ' άλλη άποψη, αρχαιότερος θεωρείται ο σύνθ. κρητ. τ. συνεσσάδδῃ και ο ενεστ. σάττω, προϊόν αναλογίας (πρβλ. τάσσω: ταγή: τᾶγμα). Η οικογένεια τού σάττω με αρχική σημ. «γεμίζω, σωρεύω, στοιβάζω», από όπου «εφοδιάζω, εξοπλίζω, φορτώνω», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το σέλωμα, το σαμάρωμα και το φόρτωμα τών υποζυγίων. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τού ρ. με την λ. σηκός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάττω — σάσσω pres subj act 1st sg (attic) σάσσω pres ind act 1st sg (attic) σάττω fill quite full pres subj act 1st sg (attic) σάττω fill quite full pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • σάκτας — ὁ, Α 1. σάκος, θύλακος 2. το γυναικείο αιδοίο, σάκανδρος* 3. γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, συγκεντρώνω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + κατάλ. –τᾱς. Η λ. ανάγεται στο ρ. σάττω λόγω τού ότι στον σάκο συγκεντρώνονται, στοιβάζονται …   Dictionary of Greek

  • σεσαγμένα — σάσσω perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσαγμένᾱ , σάσσω perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσαγμένᾱ , σάσσω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) σάττω fill quite full perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσαγμένᾱ , σάττω fill quite full… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάξαι — σάσσω aor imperat mid 2nd sg σάσσω aor inf act σάξαῑ , σάσσω aor opt act 3rd sg σάττω fill quite full aor imperat mid 2nd sg σάττω fill quite full aor inf act σάξαῑ , σάττω fill quite full aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάξον — σάσσω aor imperat act 2nd sg σάσσω fut part act masc voc sg σάσσω fut part act neut nom/voc/acc sg σάττω fill quite full aor imperat act 2nd sg σάττω fill quite full fut part act masc voc sg σάττω fill quite full fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάξω — σάσσω aor subj act 1st sg σάσσω fut ind act 1st sg σάσσω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σάττω fill quite full aor subj act 1st sg σάττω fill quite full fut ind act 1st sg σάττω fill quite full aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάξῃ — σάξηι , σάξις cramming fem dat sg (epic) σάσσω aor subj mid 2nd sg σάσσω aor subj act 3rd sg σάσσω fut ind mid 2nd sg σάττω fill quite full aor subj mid 2nd sg σάττω fill quite full aor subj act 3rd sg σάττω fill quite full fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασάττω — Α παραγεμίζω, στουπώνω κοντά ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σάττω «στοιβάζω» (πρβλ. κατα σάττω)] …   Dictionary of Greek

  • σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”